- δικτυαγωγός
- δικτῠ-ᾰγωγός, ὁ,A drawer of nets, Poll.5.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δικτυαγωγός — δικτυαγωγός, ο (Α) αυτός που τραβάει τα δίχτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + αγωγός] … Dictionary of Greek
δικτυαγωγός — drawer of nets masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)